Η δουλειά μου με τίτλο Επιβάτες και Συνταξιδιώτες έχει να κάνει με το άτομο και τους Άλλους – με το βίωμα των στιγμών, που άλλοτε χαμένες κι άλλοτε πολύτιμες αθροίζονται και κυριαρχούν στην ζωή μας. Με εμπνέουν στιγμιότυπα από τις μετακινήσεις μας, και με συγκινούν οι ανθρώπινες μορφές, τα βλέμματα και οι κινήσεις τους, όπως αποκαλύπτονται απερίσπαστες και σιωπηλές, ζωντανές και απούσες στον εαυτό τους ταυτόχρονα.
Η πολύβουη πόλη και οι σιωπηλοί επιβάτες, οι σπάνιες στιγμές πληρότητας, ο ερωτισμός της εγγύτητας, αλλά και η αποστασιοποίηση, είναι θέματα που για να αποδώσω κάνω μια προεργασία με σκίτσα και φωτογραφίες αλλά και με video stills και εικόνες από το διαδίκτυο. Στην απόδοση αυτή με ενδιαφέρει ο φωτισμός, οι αντιθέσεις και ο προοπτικός χώρος όπως ορίζεται από τις κοντινές και μακρινές φιγούρες των επιβατών. Στα λεωφορεία, οι κοντινές μορφές μπλοκάρουν το οπτικό πεδίο και κόβονται από το κάδρο. Προσπαθώ να μαντέψω την ψυχολογία των ανθρώπων που στέκονται σιωπηλοί, χωρίς ανταλλαγή βλεμμάτων, περιφρουρώντας τον προσωπικό τους χώρο και την καθημερινότητά τους.
Προτιμώ το λαδοπαστέλ επειδή σαν γραφή συνδυάζει το σχέδιο και τη ζωγραφική και μπορεί ταυτόχρονα να συμβολίζει σαν ίχνος τη βραχύβια μοναδικότητά μας και να την ζωογονεί με ένα παλλόμενο ρυθμό.
Η χρωματική παλέτα που χρησιμοποιώ είναι περιορισμένη και κυριαρχεί ένα σκούρο καφέ που λειτουργεί σαν μια άχρονη, αδρανής και γαιώδης μάζα που προϋπάρχει της ύπαρξης και παραμένει μετά από αυτή. Ο αποχρωματισμός αποδίδει την αποξένωση και την έλλειψη πληρότητας. Μα σαν νηστεία – σαν κάθαρση- ξαναδίνει ακόμα και στην ελάχιστη παρουσία χρώματος νόημα και τη δύναμη να συγκινεί.